Η ανδρική παραδοσιακή φορεσιά πήρε το όνομα από το παντελόνι με τα στενά σκέλια και την φαρδιά σούρα, το οποίο ονομαζόταν Ζίπκα. Γι’ αυτό με τον όρο “Ζίπκα” εννοούμε ολόκληρη την ποντιακή ανδρική ενδυμασία, που περιλαμβάνει γιλέκο, σακάκι, ζωνάρι, κουκούλα, τσάπουλας και μέστια. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ανδρικής ενδυμασίας ήταν τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή λινό ή κασμίρ, ενώ τα πιο συνηθισμένα χρώματα ήταν το μαύρο, το καφέ, και το μπλε.
Ζίπκα
Είναι ένα είδος παντελονιού που ξεκινούσε από την μέση και κατέληγε στους αστραγάλους. Μπροστά δεν είχε άνοιγμα και δενόταν στην μέση με βρακοζώνα. Η ζίπκα ήταν αρκετά πλατιά και σχημάτιζε εμπρός και πίσω πολλές πτυχές και πιέτες, σταδιακά στένευε μέχρι τα γόνατα, ενώ από εκεί και κάτω στένευε τόσο όσο να περνούν μόνο τα πόδια. Εσωτερικά είναι επενδυμένη με κάποτο σε σκούρο χρώμα.
Καμίσ’
Ανδρική πουκαμίσα φτιαγμένη από άσπρο λινό πανί. Ο γιακάς ήταν στενός (παπαδίστικος) και τα μανίκια φαρδιά και καταλήγουν στους καρπούς δίχως κουμπιά στις άκρες. Ήταν βασικό ρούχο στην ποντιακή ενδυμασία.
Γελέκ’
Γιλέκο από βαμβακερό πικέ ύφασμα ή τσόχα και φοδραρισμένο με άσπρο πανί. Το μήκος ξεκινούσε από τους ώμους ως την μέση.
Είχε δύο τσέπες, μία δεξιά και μία αριστερά κάτω από το στήθος.
Τα κουμπιά ήταν βαμβακερά ή μεταλλικά.
Πασλίκ’ ή Πασλούκ’ ή Πασλούχ’
Είναι το ανδρικό κάλυμμα του κεφαλιού, κατασκευασμένο από το ίδιο ύφασμα και χρώμα με την ζίπκα. Έχει σχήμα κώνου, με μεγάλο πλάτος στην βάση του και δύο μακριές λωρίδες φοδραρισμένες όπου δένονται στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή στην αριστερή πλευρά.
Το μήκος είναι 2 μέτρα με τις λωρίδες δεξιά και αριστερά, και το φάρδος είναι 0,30 εκ. Η κορυφή σχηματίζει μύτη και είναι ραμμένο ένα κορδόνι με φούντα.
Το σώβρακο
Κατασκευαζόταν με το ίδιο ύφασμα με το καμίσ’. Ξεκινούσε από την μέση και κατέληγε στον αστράγαλο. Ήταν φαρδύ μέχρι τα γόνατα και μετά στένευε. Στο σώμα δενόταν με το βρακοζών’ (υφασμάτινη μακριά λωρίδα) και στα πόδια με λινές κορδέλες τα μπατζακοδέματα. Τα γαμπριάτικα εσώρουχα ήταν φτιαγμένα από άσπρο και εκρού λινό. Οι άντρες μεγάλης ηλικίας φορούσαν εσώρουχα σε σκούρο χρώμα βαμβακοφανέλα.
Ανδρική ζιπούνα ή Αμπάς ή Αντερίν
Ανδρικό σακάκι που αποτελούσε με το γιλέκο και την ζίπκα την ανδρική φορεσιά. Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν για την κατασκευή της ζιπούνας ήταν από τσόχα ή βαμβακερό ύφασμα ή κασμίρι, σε διάφορα χρώματα. Η ζιπούνα άρχιζε από τον λαιμό και έφτανε ως την μέση, ενώ τα μανίκια ήταν μακριά και στις άκρες ήταν σχιστά. Το ένα είδος ήταν η σταυρωτή ζιπούνα (καβουσμαλή). Ο γιακάς ήταν στενός και είχε διπλό στήθος που άλλοτε κούμπωνε δεξιά και άλλοτε αριστερά, ενώ τα κουμπιά ήταν βαμβακερά. Η ζιπούνα αυτή φοριόταν πάνω από το πουκάμισο. Το δεύτερο είδος της ζιπούνας διέφερε από το πρώτο, γιατί είχε το στήθος ανοιχτό από το λαιμό μέχρι κάτω, αλλά το άνοιγμα αυτό σταδιακά στένευε, λίγο πάνω από τον αφαλό και κούμπωναν οι δύο πλευρές με βαμβακερά κουμπιά. Αυτό το είδος ζιπούνας φοριόταν πάνω από το γιλέκο. Η ζιπούνα είχε τσέπη στο εξωτερικό της δεξιάς τσέπης. Την ανδρική ζιπούνα την συναντάμε με διαφορετικά σχέδια σε όλον τον Πόντο.
Τσοχάν ή Γιαμαρλούκ
Έτσι ονομάζεται το μαύρο ανδρικό πανωφόρι. Το ύφασμα που χρησιμοποιούν για το ράψιμο είναι μάλλινο. Το συναντάμε σε τρία μάκρη. Στην μία περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στην μέση και κουμπώνει μπροστά. Στην δεύτερη περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στους γοφούς και στην τρίτη περίπτωση ξεκινάει από τους ώμους και καταλήγει στο μπούτι. Έχει δύο τσέπες μία δεξιά και μία αριστερά και κουμπώνει μπροστά.
Κοφτάν
Πανωφόρι που το φορούσαν οι προεστοί. Το μάκρος ξεκινούσε από τους ώμους και κατέληγε στα γόνατα. Το ύφασμα ήταν από μπροκάρ μεταξωτό, και κούμπωνε με κουμπιά χρυσοποίκιλα ή μεταλλικά από δεξιά προς τα αριστερά. Ο γιακάς και οι μανσέτες ήταν κεντημένα με χρυσό κορδόνι. Έχει κοινά στοιχεία με το τσάρικο σακάκι και με τον βυζαντινό μανδύα.
Ταραπουλούζ ή Τροπολόζ
Μεταξωτό ζωνάρι με κάθετες και οριζόντιες ραβδώσεις. Το μήκος του ταραπουλούζ φθάνει τα 6 μέτρα και το φάρδος του 0,40 εκ. Στις άκρες του ζωναριού έραβαν φούντες με κρόσσια από το ίδιο ύφασμα και δένεται πάνω από την ζίπκα. Τα χρώματα είναι έντονα, ζωηρά, όπως το βυσσινί, το μπεζ, το μπλε, το πράσινο και το κίτρινο.
Κουσάκ
Είδος ζωναριού που κατασκευαζόταν από μάλλινο ή βαμβακερό ύφασμα. Το φορούσαν οι άνδρες στην καθημερινή τους φορεσιά και είχε διάφορα χρώματα. Το μήκος του ζωναριού ήταν 4 μέτρα και το φάρδος του 0,30 εκ.
Σελαχίν ή Σελαχλίκ ή Σελαχλούκ
Δερμάτινη ζώνη που έμπαινε πάνω από το ταραπουλούζ. Το κατασκευάζανε με τρείς σειρές δέρμα στο οποίο έδιναν διάφορους χρωματισμούς από καφέ ανοιχτό έως καφέ σκούρο και μαύρο. Ήταν ειδικά φτιαγμένο για να στερεώνεται το καρακουλάκ ή γαμέ ή κάμα (μεγάλο μαχαίρι), το καπνοσάκουλο , η τάπαντζαν ή λιβέρ ή χτυπετέρ (πιστόλι), και διάφορα προσωπικά αντικείμενα.
Κάμα
Είδος σπαθιού, γυριστό λίγο στην μέση, με ανάλογο θηκάρι. Η λαβή του είχε δύο αυτιά κοκάλινα. Με την κάμα σε ορισμένες περιοχές του πόντου έκαναν διάφορες φιγούρες στον χορό "Σέρρα". Στην περιοχή της Σάντας την κάμα την έλεγαν γάμα ή γαμά.
Εγκόλπιο ή Κόλπος
Είναι κόσμημα παραλληλόγραμμο, διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι, και σκαλισμένο στο χέρι. Στην μία πλευρά είχε τον Άγιο Γεώργιο και στην άλλη κλαδί αμπέλου. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε. Στο εσωτερικό μέρος από το εγκόλπιο ήταν τοποθετημένο τίμιο ξύλο από τους Άγιους Τόπους. Στις δύο άκρες δενόταν η ασημένια αλυσίδα που είχε μήκος 1.80 μέτρα. Το φορούσαν οι άνδρες σταυρωτά από το μέρος της καρδιάς.
Φυλαχτόν ή Τάμα
Τριγωνικό κόσμημα διπλής όψεως από μαλακό επάργυρο ή ασήμι. Η μία πλευρά ήταν χαραγμένη με διάφορα ψυχεδελικά σχέδια. Επάνω είχε συρταράκι που ανοιγόκλεινε και μέσα είχε τίμιο ξύλο. Στις δύο άκρες ήταν δεμένο με αλυσίδα 0.40 εκ. και το φορούσαν οι άνδρες στο στήθος .
Ώρα ή Σαατ ή Κιοτσέκ
Κιοτσέκ είναι η χρυσή, επίχρυση, αργυρή αλυσίδα που κρέμεται το ρολόι και έχει μήκος 2 μέτρα. Την αλυσίδα την συγκρατεί ο “αλεπός”, τριγωνικό αξεσουάρ που ρυθμίζει το ύψος της. Την ώρα με το κιοτσέκ οι άνδρες το έβαζαν στην δεξιά τσέπη του γιλέκου τους, ενώ οι γυναίκες το τοποθετούσαν επάνω στο λαχόρ τους.
Κεντήλ
Αξεσουάρ το οποίο φορούσαν οι άνδρες στο δεξί μπράτσο, πάνω από την ανδρική ζιπούνα (σακάκι). Το κεντήλ ήταν υφασμάτινο κεντημένο με χρυσό κορδόνι ή πλεγμένο με χρυσό σύρμα.
Τσάπουλας
Ανδρικά υποδήματα με σκληρό δέρμα και οι μύτες των παπουτσιών μυτερές και λίγο γυριστά προς τα πάνω. Το δέρμα από τις σόλες είναι πολύ σκληρό και έχει πάχος μισό εκατοστό, ενώ το τακούνι 1,5 εκ. Το χρώμα είναι μαύρο ή καφέ σκούρο. Τα φορούσαν κυρίως , οι νέοι και περισσότερο οι χορευτές επειδή ήταν ελαφριά.
Γεμένια
Ανδρικά παπούτσια κατασκευασμένα από δέρμα κατσικιού. Ήταν χαμηλά, χωρίς τακούνι και ήθελε καλό τεχνίτη για να τα φτιάξει, τον τεχνίτη αυτόν τον έλεγαν “γεμενετζή”. Ήταν μαλακά παπούτσια με γυριστές μύτες και το ύψος των παπουτσιών έφτανε μέχρι τον αστράγαλο. Τα φορούσαν με την ζίπκα σε συνδυασμό με τα ΄΄μέστια΄΄(περικνημίδες), και το χρώμα τους είναι μαύρο.
Μέστια (περικνημίδες)
Ήταν κατασκευασμένες από πολύ μαλακό δέρμα και κάλυπταν τις γάμπες. Το ύψος τους ξεκινούσε από τον αστράγαλο και κατέληγε στο γόνατο. Τα μέστια τα φορούσαν σε συνδυασμό με τα τσάπουλας ή τα γεμένια .
Ρώσικες μπότες ή Πότας
Οι πόντιοι τα αποκαλούσαν τα “πότας” μετά την έλευση του ρώσικου στρατού στην Τραπεζούντα (Πόντος) το 1914-1918.
Οι Έλληνες τις περιοχής τα φόρεσαν και αντικατέστησαν τα τσάπουλας σε μεγάλο βαθμό. Ήταν μονοκόμματα υποδήματα κατασκευασμένα από μαλακό δέρμα. Μπροστά σχημάτιζαν μυτερό ημικύκλιο, οι σόλες ήταν από σκληρό δέρμα μισό εκατοστό, ενώ τα τακούνια ένα εκατοστό. Το ύψος της μπότας έφτανε μέχρι το γόνατο. Στο εσωτερικό της μπότας είχε φερμουάρ και τα χρώματα ήταν συνήθως μαύρο, γκρι, και καφέ σκούρο.
Τσαρούχ (τσαρούχια)
Ήταν κατασκευασμένα από δέρμα γουρουνιού, και δεν είχαν σόλα. Τα φορούσαν πάνω από πλεχτές κάλτσες. Δεξιά και αριστερά στο ύψος τις φτέρνας είχε τρύπες, περνούσαν κορδόνι δερμάτινο και τα έδεναν σταυρωτά στην μέση της γάμπας. Τα τσαρούχια τα φορούσαν στην καθημερινότητα τους στα χωριά άνδρες και γυναίκες.
Ναλία
Τσόκαρα που τα φορούσαν για να προστατεύονται από νερά και λάσπες. Τα ναλία στον ορεινό πόντο ήταν κατασκευασμένα από ξύλο και δέρμα, ενώ στις πόλεις ήταν από βερνικωμένο ξύλο “φίλντισι” και σύρμα ασημένιο, πλεγμένο στο χέρι, το οποίο στερέωναν πάνω στο βελούδινο ύφασμα. Τα τσόκαρα είχαν τακούνι σε δύο σημεία, το ένα που είχε σχήμα πυραμίδας ήταν στην πατούσα, ενώ το άλλο που είχε σχήμα οβάλ στην φτέρνα. Το ύψος του τακουνιού ήταν 5εκ.
Καπνοσάκουλο ή Κοβούς ή Γαβλούχ
Ήταν κατασκευασμένο από δέρμα και δενόταν στα πλάγια του σελαχλίκ. Είχε μέσα τον καπνό, την τσακμακόπετρα και τα υπόλοιπα σύνεργα του καπνίσματος
Φυσεκλίκια
Δερμάτινη ζώνη που ήταν δεμένη στην μέση και στα πλάγια του στήθους. Επάνω στην ζώνη έχει θήκες που μπαίνουν οι σφαίρες και στα πλάγια θήκες για μαχαίρια.