ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ- Πολιτισμός και Φορεσίες του Ρουμλουκιού.

Η γυναικεία φορεσιά

Η παραδοσιακή γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού, "οι σαϊάδες και τα κατσούλια", χαρακτηρίστηκε από πολλούς ερευνητές και λαογράφους ως μία από τις ωραιότερες ελληνικές φορεσιές. Η ιδιότυπη αυτή φορεσιά των γυναικών του Ρουμλουκιού θυμίζει κατά κάποιο τρόπο αρχαίο θώρακα και πιστεύεται πως έχει ξεχωριστά παλιά παράδοση, ιδιαίτερα εξαιτίας του κεφαλόδεσμου που δεν έχει τον όμοιο του σε καμιά άλλη ελληνική φορεσιά. Ο κεφαλόδεσμος που μοιάζει με περικεφαλαία είναι η περηφάνια των 50 περίπου χωριών του Ρουμλουκιού και οι ντόπιοι τον ονομάζουν "κατσούλι". Η Αγγελική Χατζημιχάλη αναφέρει για τη γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού: «Η ιδιόρρυθμη φορεσιά των γυναικών και ιδιαίτερα ο πρωτότυπος κεφαλόδεσμος που συνηθίζεται από όλες τις γυναίκες σε όλα τα χωριά, περνά στον τόπο για σημάδι Ελληνικής καταγωγής. Αν βρεθεί που και που καμία να βάλει αντί για κεφαλόδεσμο μαντήλι, λογίζεται από τους ντόπιους, ακόμη και αν εξακολουθεί να φορεί πιστά όλα τα μέρη της φορεσιάς, πως περιφρονεί τα πατροπαράδοτα. Γιατί το κατσούλι, ο κεφαλόδεσμος, σκεπάζει τ’ αυτιά και τους κροτάφους και μοιάζει με αρχαία περικεφαλαία. Όταν ρωτήσει κανείς τις γυναίκες αν έχουν όλες την ίδια φορεσιά, απαντούν: "όλες φοράμε το κατσούλι". Γιατί πιστεύουν ότι το φορούν από την εποχή του Μέγα Αλεξάνδρου, για να τιμωρήσει για τη δειλία τους τους άντρες και ν’ ανταμείψει τις γυναίκες, που την ώρα της μάχης δεν πάψανε να κουβαλούν νερό στο στρατό, έβγαλε από τους άντρες τις περικεφαλαίες και τις έδωσε στις γυναίκες.» Ο Απόστολος Τζαφερόπουλος σημειώνει τα εξής στον Τουριστικό οδηγό της Ημαθίας του 1969 για τη φορεσιά αυτή: «Ο παράδοξος και χαρακτηριστικός κεφαλόδεσμος, ο λεγόμενος "κατσούλα" (κουκούλα), λέγεται ότι έχει την αρχή του στους χρόνους του Μ. Αλεξάνδρου. Κατά την παράδοση αυτή, ο Μ. Αλέξανδρος εθαύμασε τις γυναίκες του Γιδά για το θάρρος και τον ηρωισμό που έδειξαν σε μία κρίσιμη μάχη, κατά την οποία εδείλιασαν οι άνδρες τους. Διέταξε λοιπόν να φορέσουν οι γυναίκες τις περικεφαλαίες των ανδρών, που με τον καιρό μεταπήδησαν και στην μόδα της καθημερινής ζωής ως κεφαλόδεσμοι (κατσούλες). Ενώ οι άνδρες φόρεσαν μαύρα μαντήλια, που τους έδωσαν οι γυναίκες για να δείχνουν το πένθος τους.»[2] 


Η ερευνήτρια Δώρα Στράτου στο βιβλίο της "Ελληνικοί Παραδοσιακοί χοροί" γράφει: «Στην Αλεξάνδρεια της Μακεδονίας, εκεί που βρίσκεται η Αρχαία Πέλλα - τόπος που γεννήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος - και σε περίπου 50 χωριά της περιφέρειας αυτής, χορεύουν ένα βαρύ χορό, τελετουργικό στο ύφος. Χορεύουν γυναίκες που φορούν κάλυμμα στο κεφάλι και συνήθως με το νυφικό τους φόρεμα, που θυμίζει τις περικεφαλαίες των Αρχαίων Ελλήνων πολεμιστών. Υπάρχει ένας μύθος πάνω σ’ αυτό, ότι τάχα, σε μία μάχη του Μεγάλου Αλεξάνδρου - ή κατ’ άλλους, του παππού του Αμύντα του Γ' - όπου οι άνδρες δεν τα κατάφεραν και τόσο καλά, όρμησαν οι γυναίκες, που κέρδισαν τη μάχη και τότε ο Μέγας Αλέξανδρος (ή ο Αμύντας) τους έδωσε το προνόμιο να φορέσουν την περικεφαλαία, για να τις τιμήσει που φέρθηκαν τόσο ηρωικά. Γεγονός είναι, πως μόνο σ’ αυτή την περιφέρεια φοριέται αυτό το κάλυμμα και η ιδιαίτερη ενδυμασία...»[3] 

Την ανταλλαγή της φορεσιάς της γυναικείας με αντρική τη συναντάμε και στο παράδειγμα των Αργείων, που ντυμένοι σα γυναίκες και οι γυναίκες τους σαν άντρες γιορτάζανε τη μνήμη της σωτηρίας του Άργους από την Τελέσιλλα και τις Αργίτισσες. Άλλωστε, οι Αρχαίοι Μακεδόνες βασιλείς πίστευαν ότι η καταγωγή τους ήταν από το βασιλικό οίκο του Άργους[4]. Η παράδοση, η οποία αναφέρεται στο σχήμα του κεφαλόδεσμου των γυναικών του Ρουμλουκιού ήταν διαδεδομένη μέχρι και τη Θεσσαλία και το Βελβεντό της Πιερίας.


Μόνο στο Ρουμλούκι, όμως, φοριέται ο κεφαλόδεσμος αυτός, δηλαδή στην περιοχή που βρίσκεται η Βεργίνα και πολύ κοντά στην Πέλλα, το μέρος που γεννήθηκε ο Μ. Αλέξανδρος. 

Η παράδοση, λοιπόν που αιτιολογεί το σχήμα του κεφαλόδεσμου είναι εντελώς δικαιολογημένη και μας κάνει να υποθέσουμε ότι στο Ρουμλούκι πρωτακούστηκε[1]. Αρκετοί ερευνητές, που επισκέφτηκαν τη φυλή των Καλάς στο Πακιστάν, τους οποίους πολλοί μελετητές τους θεωρούν απογόνους των στρατιωτών του Μ. Αλεξάνδρου, εντόπισαν αρκετές ομοιότητες στον κεφαλόδεσμο και στην όλη φορεσιά τους με τη μακεδονίτικη φορεσιά του Ρουμλουκιού[2].

Οι γυναίκες του Ρουμλουκιού ήταν ιδιαίτερα συνδεδεμένες και αγαπούσαν πολύ τον ιδιότυπο αυτό κεφαλόδεσμο (κατσούλι) κυρίως λόγω της παράδοσης που ανάγει την καταγωγή του από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου. Πολλές Ρουμλουκιώτισσες δεν το αποχωρίζονταν ούτε κατά τη διάρκεια του ύπνου τους. Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα ο Καπετάν Μιχάλης Ματαπάς (Μιχάλης Αναγνωστάκος), αξιωματικός του ελληνικού στρατού, δυστυχώς εξαιτίας της άγνοιας του απαγόρευσε στις Ρουμλουκιώτισσες να φορούν το κατσούλι, πιστεύοντας λανθασμένα ότι είναι βουλγάρικο. 


Την ίδια εποχή Βούλγαρος αρχηγός κομιτατζήδων, καλύτερα πληροφορημένος για τα εθνολογικά ζητήματα, γνώριζε ότι το κατσούλι δείχνει γνήσια ελληνική καταγωγή. Για τον λόγο αυτό και ο ίδιος είχε απαγορέψει σε γειτονικά χωριά να φορούν τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά με την υποστήριξη ακόμα και των Τούρκων[1]. Μετά την απελευθέρωση του 1912, οι γυναίκες του Ρουμλουκιού ήταν πάλι ελεύθερες να φορούν το αγαπημένο τους κατσούλι. Αυτό διάρκεσε μέχρι τη σαρωτική δεκαετία του 1950, οπότε και οι Ρουμλουκιώτισσες προτίμησαν τα φράγκικα ρούχα λόγω ότι ήταν πιο ευκολοφόρετα και αφού η περιοχή τους είχε πλέον χάσει την πληθυσμιακή της ομοιογένεια, μετά την έλευση προσφύγων από την Μικρά Ασία και τον Πόντο. 

Η φορεσιά του Ρουμλουκιού ξεχωρίζει όχι μόνο για τον πρωτότυπο κεφαλόδεσμο αλλά για την απλότητα, σχεδόν δωρικότητα και την αυστηρότητα του γενικού χρωματισμού της. Από τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά λείπει το φόρτωμα με υφάσματα που εμποδίζει να δείχνονται οι γραμμές του σώματος, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ελληνικές φορεσιές. Οι νεαρές, ελεύθερες κοπέλες, οι νύφες, οι ηλικιωμένες (μπάμπες), οι χήρες και οι πενθοφορούσες είχαν όλες την ίδια φορεσιά με κάποιες σχετικές διαφοροποιήσεις, κυρίως στον κεφαλόδεσμο. 

Η νυφιάτικη φορεσιά, τα χρυσά, είναι όμοια με τη γιορταστική με περισσότερη όμως πολυτέλεια στα υφάσματα, πιο πλούσιο διάκοσμο και περισσότερα κοσμήματα. Τις καθημερινές μέρες φορούσαν την πιο απλή, χαλασμένη φορεσιά χωρίς κανένα στολίδι[2].

Τα περισσότερα υφάσματα για τη φορεσιά κατασκευάζονταν από τις γυναίκες της περιοχής και τα υλικά που χρησιμοποιούνταν για την ύφανση τους ήταν πρόβιο μαλλί, βαμβάκι και μετάξι σε μικρότερες ποσότητες. Παλιότερα χρησιμοποιούσαν και λινάρι που αφθονούσε στους κάμπους. Τα μόνα υφάσματα που αγόραζαν ήταν τσόχα και βελούδο (κατιφές). Όλα τα εξωτερικά ενδύματα τόσο των γυναικών όσο και των αντρών ράβονταν από επαγγελματίες ραφτάδες. Τα κοσμήματα της φορεσιάς, "η στολισιά" αγοράζονταν από τους κοαμτζήδες (χρυσικούς) της Βέροιας και σπανιότερα της Θεσσαλονίκης. Ακόμη, για το διάκοσμο της φορεσιάς αγοράζονταν γαϊτάνια (χρυσά και μεταξωτά), ασημένιες ταινίες , κλωστές και πούλιες κ.α. Η γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού διακρίνεται σε τρία μέρη: στα κομμάτια που φοριούνται στον κύριο κορμό, σε εκείνα που προορίζονται για το κεφάλι και τέλος στα κοσμήματα που φοριούνται τόσο στον κορμό όσο και στο κεφάλι[1]

Τα κομμάτια που αποτελούν τον κύριο κορμό της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς είναι τα εξής: 

Ο σαϊάς αποτελεί το πιο βασικό και χαρακτηριστικό ρούχο της όλης φορεσιάς. Γίνεται από βαμβακερό ύφασμα, υφασμένο από τις Ρουμλουκιώτισσες στον αργαλειό τους. Σε κάποιες άκρες του σαϊά έμπαιναν στενές λουρίδες βελούδου. Ο σαϊάς συναντάται σε δύο χρώματα λευκό και γεράνιο (σκούρο γαλάζιο). Το λευκό σαϊά το φορούν τα νεαρά κορίτσια από την ηλικία των 15 με 16 χρόνων περίπου. Ο γεράνιος (βαμμένος με λουλάκι) φοριέται από τις Ρουμλουκιώτισσες τη μέρα του γάμου τους και έπειτα σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Ο σαϊάς αν και είναι γυναικείο φόρεμα είναι μπροστά ανοικτός από πάνω έως κάτω και μοιάζει περισσότερο με πανωφόρι. Είναι στενός και εφαρμοστός στη μέση και όσο κατεβαίνει φαρδαίνει. Οι δύο μπροστινές του άκρες διπλώνονται προς τα πίσω και στερεώνονται στη μέση κάτω από το ζωνάρι. Στα δύο αυτά σχεδόν τριγωνικά διπλώματα του σαϊά κεντούσαν σχέδια απλά αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητα. Για παράδειγμα γεωμετρικά σχήματα (τρίγωνα, ρόμβους, κυλίνδρους) και λουλούδια. Όταν πρόκειται για τον "καλό σαϊά", το νυφιάτικο ή τον επίσημο, τα σχέδια στα κεντήματα είναι πιο γιορταστικά και πιο προσεγμένα. Οι ηλικιωμένες και οι χήρες φορούν σαϊά χωρίς κανένα κέντημα[2].

Το πουκάμισο (ή π’κάμσου) είναι αυτό που καλύπτει όσα αφήνει να φαίνονται ο σαϊάς. Φτάνει λίγο πιο κάτω από το γόνατο. Είναι κλειστό κάτω από τη μέση και έχει ένα άνοιγμα στο ύψος του στήθους. Υφαίνεται με μάλλινο ή βαμβακερό νήμα και διακοσμείται ενδιάμεσα με μεταξένιες γραμμές.

Το αντίρι είναι μεταξωτός μεσόφορος επενδύτης και φοριέται πάνω από το πουκάμισο και την τραχηλιά πιο συχνά στη νυφιάτικη στολή και όχι τόσο στη καθημερινή ή στη γιορταστική. Είναι γνωστός και σε άλλα ελληνικά μέρη. Στο Ρουμλούκι αποτελούσε δείγμα πολυτέλειας και ήταν ένα από τα

προαιρετικά δώρα του γαμπρού. Οι πιο πλούσιες νύφες είχαν και δεύτερο αντίρι, που το ύφασμά του το χάριζε ο νουνός στη στεφάνωση[1].

Το καταστάρι (ή κατασάρκι) είναι φανέλα πυκνοϋφασμένη και φοριέται κατάσαρκα. Χρησιμοποιούνταν περισσότερο το χειμώνα λόγω ότι το άνοιγμα του σαϊά και η λεπτότητα του πουκαμίσου δεν προστάτευε ιδιαίτερα τις γυναίκες από το τσουχτερό κρύο αυτής της εποχής.

Τα μπρουμάνικα (ή μανίκια). Τα μανίκια του σαϊά και του πουκαμίσου έφταναν κάπου στον αγκώνα του χεριού και άφηναν το υπόλοιπο χέρι ακάλυπτο. Το κενό αυτό το κάλυπταν ειδικά πρόσθετα μανίκια ή αλλιώς μπρουμάνικα για λόγους ηθικής της εποχής, αφού δεν ήταν επιτρεπτή η γυμνή 

σάρκα. Τα επίσημα μπρουμάνικα γίνονταν από βελούδο και είχαν προσεγμένα κεντήματα σε διάφορα σχήματα με λευκόχρυσες ταινίες. Τα πιο καθημερινά μπρουμάνικα γίνονταν με ύφασμα του αργαλειού, το ίδιο περίπου με αυτό που χρησιμοποιούσαν για το πουκάμισο. Συνήθως, όμως, οι Ρουμλουκιώτισσες στις καθημερινές τους εργασίες δεν φορούσαν μπρουμάνικα[1].

Το κοντόσι είναι ένας βραχύτατος επενδύτης (πανωφόρι) που φοριόνταν πάνω από το σαϊά. Το χρώμα του είναι γεράνιο ή μαύρο. Το ύφασμα του γίνονταν στον αργαλειό από λεπτή, καλοδουλεμένη κάνουρα. Πολλές φορές, το καθημερινό κυρίως κοντόσι για να είναι πιο ζεστό το φόδραραν εσωτερικά με τομάρι (δέρμα) προβάτου, που διατηρούσε το μαλλί του. Η διακόσμηση του κοντοσιού είναι περιφερειακή και γίνονταν με αγοραστά γαϊτάνια και ταινίες, που ράβονταν πάνω στο ύφασμα[1].

Η τραχηλιά αποτελείται από δύο ξεχωριστά, ορθογώνια κομμάτια υφάσματος που ενώνονται στο επάνω μέρος με κορδόνι. Χρησιμοποιείται για την κάλυψη του στήθους. Στις καλές, επίσημες φορεσιές η τραχηλιά ήταν ολομέταξη. Πάνω

στη τραχηλιά κεντούσαν άνθη με χαρούμενα χρώματα. Το κάθε κομμάτι της τραχηλιάς στερεώνονταν και έμπαινε μέσα στο ζωνάρι. Οι ηλικιωμένες γυναίκες συνήθιζαν να φορούν σκουρόχρωμες και χοντροϋφασμένες τραχηλιές[1].

Το ζωνάρι (ή ζ’νάρ) είναι ένα μακρόστενο μάλλινο κομμάτι υφάσματος, με διαστάσεις περίπου μήκος 2 μέτρα και πλάτος 25 εκατοστά. Το ζωνάρι συνόδευε όλα τα είδη της ρουμλουκιώτικης γυναικείας φορεσιάς. Το ζωνάρι στερεώνονταν με μεγάλες καρφίτσες, τα κομποβέλονα και με ένα είδος πόρπης το δούλο, τον τοκά ή τον τουκά. Η διακόσμηση του αποτελείται από κεντήματα με γεωμετρικά σχήματα και λουλούδια σε όλο το μήκος του. Η διακοσμημένη επιφάνεια του ζωναριού χωρίζεται σε ισομεγέθη ορθογώνια, που καλύπτονταν από πούλιες. Ζωνάρι με πούλιες σα λέπια ψαριού δεν υπάρχει σε καμία άλλη ελληνική φορεσιά. Το ρουμλουκιώτικο γυναικείο ζωνάρι θυμίζει τις ζώνες των αντρών από την ομηρική εποχή, που ήταν κατασκευασμένες από αργυρά ή χάλκινα ελάσματα για να προστατεύουν το υπογάστριο και αποτελούσαν μέρος του αρχαίου θώρακα. Το ζωνάρι του Ρουμλουκιού είχε ιδιαίτερα λειτουργικό ρόλο, αφού εκεί στερεώνονταν η τραχηλιά και οι ανασηκωμένες άκρες του σαϊά. Επιπρόσθετα, συμπλήρωνε το κενό που δημιουργούνταν ανάμεσα στο κοντόσι και τη φούτα (ποδιά) και πάνω σε αυτό γαντζώνονταν αρκετά κοσμήματα της φορεσιάς. Επιπλέον, πάνω στο ζωνάρι στερεώνονταν τα μαντήλια των γυναικών που χρησιμοποιούνταν στο χορό. Τέλος, το ζωνάρι έκρυβε μια τσέπη του σαϊά, την "πουζνάρα" (υπό ζωνάρια) και κρατούσε σταθερή και ζεστή τη μέση των γυναικών κατά τη διάρκεια των καθημερινών,κοπιαστικών εργασιών τους.

Η φούτα είναι ένα είδος ποδιάς, η οποία δένεται λίγο κάτω από το ζωνάρι με ένα μάλλινο κορδόνι. Έχει σχήμα ορθογώνιο και είναι πιο κοντή από το σαϊά και το πουκάμισο. Το ύφασμα της φούτας είναι σκληρό και μάλλινο και διακοσμείται με γεωμετρικά σχήματα. Η φούτα αντικαθιστούνταν από τις γυναίκες του Ρουμλουκιού κατά τις καθημερινές τους εργασίες από το πιστιμάλι, μία πάνινη, φαρδιά και εύκαμπτη ποδιά, που ήταν πιο λειτουργική σε σχέση με τη φούτα[1].

Το καποτί και το κοντογούνι. Οι Ρουμλουκιώτισσες όταν έκανε πολύ κρύο πάνω από όλα τα προηγούμενα ρούχα φορούσαν το καποτί και το κοντογούνι. Το καποτί είναι ένα μάλλινο, φλοκιαστό, σκούρο γαλάζιο πανωφόρι, που το έκανε δώρο ο γαμπρός στη μέλλουσα γυναίκα του. Παλιότερα συνήθιζαν να το φορούν οι νύφες στη μέρα του γάμου τους. Το κοντογούνι είναι ένα άλλο μάλλινο πανωφόρι χωρίς μανίκια, στολισμένο με μαύρα φαρδιά γαϊτάνια.

Τα υποδήματα και οι κάλτσες. Τα επίσημα παπούτσια των γυναικών του Ρουμλουκιού ονομάζονταν μποτίνια και ήταν μαύρα, δερμάτινα, στρογγυλά μπροστά, με χαμηλό τετράγωνο τακούνι και χοντρές σόλες, που κατασκευάζονταν μετά από παραγγελία και ξεχωριστά για το πόδι κάθε γυναίκας σε τσαγκάρη στη Βέροια. Για τις καθημερινές τους εργασίες οι γυναίκες φορούσαν τα ίδια παπούτσια με τους άντρες δηλαδή τα γουρουνοτσάρουχα ή αλλιώς κουντούρες. Τα γουρουνοτσάρουχα ήταν χοντροκαμωμένα, κοντά και με μικρές μύτες στην άκρη τους. Οι κάλτσες που φορούσαν οι γυναίκες του Ρουμλουκιού ήταν μάλλινες, λευκές ή μαύρες, λέγονταν σκουφούνια και τις έπλεκαν μόνες τους. Με τον καιρό, όμως, οι γυναίκες του Ρουμλουκιού και ιδιαίτερα οι νέες άρχισαν να προτιμούν τις έτοιμες λεπτές κάλτσες που έβρισκαν στην αγορά της Βέροιας. 

Τα είδη του ρουμλουκιώτικου γυναικείου κεφαλόδεσμου είναι τα παρακάτω: Το κατσούλι (ή κατσιούλ’) σηματοδοτούσε την έγγαμη ζωή μιας γυναίκας και πρωτοφοριόνταν τη μέρα του γάμου της. Το κατσούλι, επίσης, φοριόνταν σε όλες τις ξεχωριστές περιστάσεις της ρουμλουκιώτικης κοινωνίας, όπως γιορτές,         πανηγύρια, γάμοι και βαφτίσια από τις παντρεμένες Ρουμλουκιώτισσες. Ο πυρήνας, το κύριο κομμάτι του κατσουλιού ήταν μία μικρή πάνινη άσπρη μπαλίτσα, που μέσα της έκρυβε μία ξύλινη βέργα και λίγο μαλλί. Η μπαλίτσα αυτή περισφίγγονταν με δύο λευκά μαντίλια υφασμένα στον αργαλειό. Πρώτα, έδεναν ένα μαντήλι που ονομάζονταν νταρτμάς και στη συνέχεια έδεναν ένα άλλο μαντήλι, το τσεμπέρι και άφηναν μία τριγωνική του πλευρά ελεύθερη, διακοσμημένη με δαντέλα για να καλύπτει το πίσω μέρος του κεφαλιού. Πάνω από το νταρτμά και το τσεμπέρι έδεναν περίτεχνα το μαφέσι, ένα μαύρο, αγοραστό αυτή τη φορά μαντήλι. Πάνω από τα μαντήλια έμπαιναν φούντες, οι οποίες αύξαιναν το ύψος και τον όγκο του κεφαλόδεσμου και πρόσθεταν μεγαλοπρέπεια. Οι φούντες, που τοποθετούσαν πάνω στο κατσούλι θυμίζουν την αλογοουρά (ίππουρις) που επικολλούνταν στο σιδερένιο κράνος των ομηρικών ηρώων. Το κατσούλι, έπειτα, διακοσμούνταν με τεχνητά λουλούδια από χαρτί και ύφασμα, με φτερά από νήσσους (πάπιες) και παγωνιά αλλά και με ειδικά κοσμήματα, που πρόσφερε η οικογένεια του γαμπρού στη νύφη. Τέλος, μερικές Ρουμλουκιώτισσες διακοσμούσαν το κατσούλι τους με το χρυσοτσέμπερο, δηλαδή ένα κομμάτι τσόχας χρυσοποίκιλτης, που τη τοποθετούσαν μπροστά από το μαφέσι και πάνω από το μέτωπο σαν επιπρόσθετο γείσο. Σημαντικό ρόλο για τη στερέωση του κατσουλιού έπαιζε η περίτεχνη κόμμωση των γυναικών του Ρουμλουκιού. Τα μαλλιά τους ήταν ιδιαίτερα μακριά και κόβονταν μόνο μπροστά στο μέτωπο ώστε να σχηματίζουν μία ευθεία και στο χώρο των κροτάφων, όπου τυλίγονταν και σχημάτιζαν κυλίνδρους. Η ερευνήτρια Κατερίνα Γ. Κορρέ στο βιβλίο της "Ελληνικός Κεφαλόδεσμος" σημειώνει ότι ο τρόπος που χρησιμοποιεί η Ρουμλουκιώτισσα τα μαλλιά της θυμίζει τον αρχαίο "κρωβύλο", αρκετά παλιό τρόπο κομμώσεως και ιδιαίτερα περίτεχνο με τον οποίο δίνεται εμφάνιση λόφου ή περικεφαλαίας στο κεφάλι. Ο κρωβύλος παρουσιάζεται σε περιγραφές και εδώλια των μινωικών και ομηρικών χρόνων και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος και στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο. Επιπλέον, η Κατερίνα Κορρέ αναφέρει ότι η πλεξούδα με την οποία τύλιγαν σφιχτά το κατσούλι για να στερεωθεί θυμίζει την πλεκτή ανδέσμη του Ομήρου αλλά και τα μινωικά ειδώλια από τα Ιερά Κορυφής. Η πλεξούδα των γυναικών του Ρουμλουκιού πιθανότατα αντικαθιστά την ταινία (μετάλλινη ή υφασμάτινη) που έμπαινε στη βάση του αρχαίου κρωβύλου. Τέλος, για τα μαλλιά των κροτάφων των Ρουμλουκιώτισσων, τα λεγόμενα τζουλούφια ή πλαϊνά μαλλιά, αναφέρει ότι γίνονται μπαταριές (βόστρυχοι, μπούκλες) ή στριφτά και θυμίζουν τις παρωτίδες των Αρχαίων ή τους βοστρύχους ελικτούς των Βυζαντινών[1].

Το τσεμπέρι φοριόνταν ως κεφαλόδεσμος από τα νεαρά κορίτσια ηλικίας 15 με 16 χρονών όταν έβαζαν για πρώτη φορά και το σαϊά. Το τσεμπέρι αποτελούνταν από δύο μαντήλια, τον άσπρο νταρτμά και το γεράνιο μαφέσι. Το τσεμπέρι στολίζονταν με λουλούδια φυσικά και χάρτινα και με καρφίτσες με φτερά παγωνιών. Για να στερεώσουν το τσεμπέρι έκαναν την ίδια κόμμωση με αυτού του κατσουλιού, μόνο που τη μεσαία κοτσίδα την κάρφωναν στην κορφή του κεφαλιού[1].

Το μαύρο μαφέσι και το κρεπ μαύρο μαντήλι. Οι Ρουμλουκιώτισσες όταν είχαν "ρίξει" (δε φορούσαν πια) τα κατσούλια, είτε για λόγους πένθους είτε γήρατος, χρησιμοποιούσαν για να καλύπτουν το κεφάλι τους το μαύρο μαφέσι ή το κρεπ μαύρο μαντήλι. Το κρεπ μαντήλι ήταν αγοραστό, βαμβακερό και σχετικά μικρό. Κάλυπτε όλο το μέρος του κεφαλιού και δένονταν σφιχτά στο πίσω μέρος του. Το μαύρο μαφέσι ήταν διπλάσιο σε μέγεθος από το κρεπ μαντήλι. Ήταν και αυτό βαμβακερό. Το μαφέσι μπορούσε να δεθεί με τρεις τρόπους την περιστέρα, το μπουρμπούλιασμα και το κεφαλοδέσιμο. Ο πρώτος ήταν πιο ελεύθερος και άφηνε ακάλυπτο το μέτωπο, το πρόσωπο και το λαιμό. Με το μπουρμπούλιασμα καλύπτονταν σχεδόν όλο το πρόσωπο εκτός από τα μάτια και τη μύτη και συνήθως τον τρόπο αυτόν τον προτιμούσαν γυναίκες με βαρύ πένθος. Στον τρίτο τρόπο, τον οποίο προτιμούσαν οι ηλικιωμένες γυναίκες, το μαντήλι περνιόνταν κάτω από το πηγούνι και δένονταν σφιχτό κόμπο πάνω από το κεφάλι[1].

Η στολισιά, τα κοσμήματα που φοράνε οι Ρουμλουκιώτισσες είναι ίδια για τις γυναίκες και τα κορίτσια με τη μόνη διαφορά ότι η γυναίκα φοράει πολλά περισσότερα, εκτός από τα δικά της και αυτά που της κάνει δώρο ο γαμπρός. Τα κοσμήματα που προορίζονταν για τον στολισμό του κεφαλιού ήταν το μαγλικουτάρι, οι δούλοι ή τα δούλια, τα τσουράκια, τα φλουριά και το ασημογιόρτανο. Η στολισιά του κορμιού αποτελούνταν από τη καδένα με τις ντούμπλες, τις ασπροθηλιές, το σκαλομάγκαρο, τον κοψά, το ασημομάχαιρο, τα παφίλια, τα σκαλουτάρια, τη ζώστρα, τα μπιλιντζίκια και τα δαχτυλίδια[1]. Παρακάτω θα αναλύσω τα περισσότερα από αυτά τα κοσμήματα και ιδιαίτερα τα πιο σημαντικά για τη ρουμλουκιώτικη φορεσιά: Το μαγλικουτάρι ήταν ένα υποχρεωτικό κόσμημα για τη νυφιάτικη γυναικεία φορεσιά του Ρουμλουκιού. Το μαγλικουτάρι φοριόνταν στο κεφάλι γύρω από το κατσούλι. Το μαγλικουτάρι φοριόνταν για πρώτη φορά στο γάμο μιας γυναίκας και ήταν ένα από τα απαραίτητα δώρα του γαμπρού προς τη νύφη. Το μαγλικουτάρι στο κατσούλι συμβόλιζε τη γυναικεία τιμή και την αξιοπρέπεια. Οι νιόπαντρες, όταν είχαν δύο μαγλικουτάρια, τοποθετούσαν το ένα κάτω από τη μπροστινή φούντα πάνω από το χρυσοτσέμπερο και το άλλο πίσω στο κατσούλι. Τα παλιότερα μαγλικουτάρια είχαν διαφορετική κατασκευή, λεπτότερη επεξεργασία και κόκκινες χάντρες που κρέμονταν στις άκρες.

Οι δούλοι ή τα δούλια σκαλώνονταν πάνω από τα αφτιά στο κεφαλόδεσμο. Οι δούλοι ήταν ένα από τα πιο χαρακτηριστικά στολίδια της φορεσιάς και θύμιζαν τις πόρπες των παραγναθίδων στα αρχαία κράνη. Η ονομασία, όμως, δούλος έχει γενικότερη σημασία στο Ρουμλούκι υποδηλώνει κάθε κόσμημα με άγκιστρο[1].

Τα τσουράκια είναι σκουλαρίκια, που φοριόνταν από όλες τις Ρουμλουκιώτισσες όταν στολίζονταν. Από ένα αστερένιο κόσμημα, τον τοκά, ο οποίος σκαλώνεται με γάντζο πίσω στον κεφαλόδεσμο, κρέμονταν δύο αλυσίδες με φλουράκια, που είχαν στις άκρες τους τα τσουράκια. Τα τσουράκια σκαλώνονταν με τους δούλους μπροστά στο μαφέσι ώστε τα φλουριά να κρέμονται στα πλάγια[1].

Τα φλουριά. Οι νύφες που δεν είχαν χρυσοτσέμπερο έβαζαν πάνω στο μέτωπο και κάτω από το μαφέσι μια σειρά από φλουριά (νομίσματα). Από τα χρυσά νομίσματα προτιμούσαν τις αυστριακές ντούμπλες και τα τεσσάρια γιατί απεικόνιζαν το δικέφαλο αετό.

Το ασημογιόρτανο φοριόνταν άλλοτε στο λαιμό σαν περιδέραιο. Με τον καιρό όμως σταμάτησαν να το φορούν και έβαζαν μόνο τρεις σειρές φλουριά. Το ασημογιόρτανο κατασκευάζονταν συνήθως στη Βέροια και τη Νάουσα. Αποτελούνταν από μια ταινία πλάτους 2 εκ. πλεγμένη με ασημένιο σύρμα. Στη μπροστινή του όψη εφαρμόζονταν μετάλλινο έλασμα με χρωματιστές πέτρες[1].

Οι καδένες και οι ασπροθηλιές. Για το στόλισμα του στήθους οι γυναίκες του Ρουμλουκιού φορούσαν την καδένα με τις ντούμπλες και τα τεσσάρια, την καδένα με τη βάφτιση ή την καδένα με το σταυρό. Άλλοτε, στη θέση τους φορούσαν μόνο τις ασπροθηλιές, τρεις σειρές αλυσίδες με τρανά άσπρα εξάρια[1]. Το σκαλομάγκαρο έμπαινε στη μέση πάνω από το ζωνάρι και οι αλυσίδες του με τους παλιούς ασημένιους παράδες, που σκαλώνονταν με τους δούλους, έπεφταν δεξιά και αριστερά.

Ο κοψάς ή τουκάς ήταν το στρόγγυλο κόσμημα που σκαλώνονταν κάτω αριστερά στο ζωνάρι και οι αλυσίδες του με τα άσπρα σφαντζίκια (αυστριακά νομίσματα) έπεφταν πάνω στη φούτα. Το ασημομάχαιρο ήταν ένας ασημένιος σουγιάς, δεμένος σε διπλή ή τριπλή αλυσίδα με ένα δούλο στην άκρη για να σκαλώνεται στο ζωνάρι. Τον σουγιά τον έβαζαν μέσα στην τσέπη του σαϊά, αφήνοντας να φαίνονται πάνω στη φούτα οι αλυσίδες του[1].

Τα παφίλια ήταν τα γνωστά θηλυκωτάρια, κλειδωτάρια ή κλειδώματα όπως ονομάζονται σε άλλες ελληνικές παραδοσιακές φορεσιές. Έχουν μια μεγάλη ασημένια πόρπη πάνω σε μία χρυσοκέντητη ζώνη και τα φορούσαν οι νύφες στη μέση μεταξύ του ζωναριού και της φούτας[1].

Η ζώστρα και τα μπιλιντζίκια. Η ζώστρα είχε διπλές αλυσίδες με παράδες και πεταλούδες. Σκαλώνονταν στη μέση πίσω από το ζωνάρι με το κεντρικό κόσμημα, το δούλο. Οι αλυσίδες που κρέμονταν από το δούλο έπεφταν πάνω

στις σηκωμένες ποδιές και σκαλώνονταν στα πλάγια προς τα μπρος. Από την άλλη, τα μπιλιντζίκια ήταν τα βραχιόλια των Ρουμλουκιώτισσων και συνηθίζονταν στις περιοχές γύρω από τη Βέροια. Ήταν απλοί ασημένιοι κρίκοι που είχαν σε αποστάσεις ασημένιες σφαίρες[1].

4.1.2. Η ανδρική φορεσιά

Η ανδρική φορεσιά του Ρουμλουκιού δεν είναι τόσο εντυπωσιακή και γνωστή στην Ελλάδα όσο η γυναικεία. Σε αντίθεση με την πολυπλοκότητα, τα στολίδια και τις πολυτέλειες της γυναικείας φορεσιάς, η ανδρική φορεσιά του Ρουμλουκιού χαρακτηρίζεται από απλότητα, λιτότητα, πρακτικότητα και ελάχιστη διακόσμηση. Για τη κατασκευή της αντρικής φορεσιάς χρησιμοποιούσαν εξ’ολοκλήρου ντόπια προς ύφανση υλικά, μαλλί και κυρίως βαμβακερό νήμα. Τα χρώματα που κυριαρχούσαν ήταν το μαύρο, το λευκό, το σκούρο και ανοικτό μπλε και λίγο καφέ και γκρίζο. Τα πρόχειρα ρούχα των αντρών ράβονταν από τις γυναίκες του σπιτιού εν αντιθέσει με τις καλές φορεσιές και τα χοντρά ρούχα τους που ράβονταν από επαγγελματίες ραφτάδες της εποχής[1]. Η ρουμλουκιώτικη ανδρική φορεσιά παρουσίαζε μεγάλη ποικιλία ανάλογα με την εποχή του χρόνου και την ηλικία αυτού που τη φορούσε. Επίσης, παρουσίαζε σημαντικές διαφοροποιήσεις ανάλογα με το εάν προορίζονταν για καλή ή η πρόχειρη. Η αντρική στολή του Ρουμλουκιού εκσυγχρονίστηκε δυστυχώς πολύ νωρίς σε σχέση με τη γυναικεία φορεσιά. Μελετητές, οι οποίοι επισκέφτηκαν το Ρουμλούκι στις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα, όπως η Αγγελική Χατζημιχάλη, δεν πρόλαβαν να τη διασώσουν ατόφια[2]. Η ρουμλουκιώτικη ανδρική παραδοσιακή στολή όπως αυτή καθιερώθηκε μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο αποτελείται από τα εξής κομμάτια: Το καταστάρι (κατασάρκι), υφασμένο με μάλλινη ψιλή κλωστή. Τη φανέλα, που ήταν μάλλινη χοντροϋφασμένη στον αργαλειό ή με βελόνες στο χέρι. Το βαμβακερό πουκάμισο, με παπαδίστικο γιακά και κουμπιά μέχρι το ύψος του ομφαλού, άσπρου χρώματος για τους νέους και μαύρου για τους ηλικιωμένους[3]. Το σταυρωτό μαύρο γιλέκο από σκουτί χωρίς μανίκια ή με μανίκια, που το έλεγαν μεϊτάνι. Το ντουλαμά, ένα πανωφόρι μαύρο, κοντό, μάλλινο (χωρίς γιακά), που κούμπωνε λοξά. Ήταν διακοσμημένος με μαύρου χρώματος γαϊτάνια και είχε ένα μικρό τσεπάκι στο ύψος της καρδιάς με κέντημα. Τη μπουλμπότσα, ένα φαρδύ, μαύρο και μάλλινο παντελόνι. Οι πιο νέοι φορούσαν τη ζίβρα ή κιλότα, ένα παντελόνι στενό και εφαπτόμενο στο πόδι κάτω από το γόνατο. Παλιότερα, οι Ρουμλουκιώτες φορούσαν τα γνωστά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μπενεβρέκια και σαλβάρια.

Το ζωνάρι, ένα μάλλινο, μακρόστενο, μονόχρωμο και χωρίς διακόσμηση ύφασμα, αρκετών μέτρων που τύλιγε όλη τη κοιλιακή χώρα. Τα σκουφούνια, μάλλινες κάλτσες, πλεγμένες στο χέρι, σε χρώματα που ταίριαζαν με τα υπόλοιπα ρούχα, μαύρα, άσπρα, γαλάζια. Τα μπιγάλια, που τα χρησιμοποιούσαν το χειμώνα. Ήταν ένα είδος γκρι γκέτας που κατασκευάζονταν με ορθογώνια κομμάτια μάλλινου σπιτικού υφάσματος και τυλίγονταν σφιχτά μέχρι τη γάμπα πάνω από τα σκουφούνια[1]. Τα γουρουνοτσάρουχα, υποδήματα για τις καθημερινές εργασίες. Για τις επίσημες εμφανίσεις τους είχαν δερμάτινες μπότες αγορασμένες, συνήθως, από τη Βέροια. Τις πατατούκες ή τσερκέτες και τα καπότια, που ήταν τα χειμερινά τους καλά πανωφόρια. Ράβονταν από χοντρό, μαύρου χρώματος σκουτί και είχαν εσωτερική επένδυση με τομάρια από πρόβατα. Τα πανωφόρια αυτά θεωρούνταν ρούχα μιας ζωής. Οι Ρουμλουκιώτες και περισσότερο οι τσοπάνοι είχαν ως καθημερινά τους πανωφόρια τις κάπες, τα κουκλιάτα και τα νταλαγάνια. Η κάπα γίνονταν από γιδίσιο μαλλί και διέθετε μανίκια και κουκούλα. Συνήθως, την αγόραζαν από τη Βέροια. Το κουκλιάτο ήταν ένα είδος κοντής κάπας μέχρι το ύψος των γοφών από σιάργκαβο (γκρι) χρώμα και συνήθιζαν να το φορούν οι κάτοικοι του χωριού Λουτρός[2]. Για αυτό το λόγο, οι Λουτριώτες αποκαλούνταν κοροϊδευτικά "κουκλιάτα" από τους κατοίκους άλλων ρουμλουκιώτικων χωριών. Το νταλαγάνι ήταν κάτι ενδιάμεσο της κάπας και του κουκλιάτου[3]

Τις σκιάθες, που ήταν ψάθινα, καλοκαιρινά καπέλα που έπλεκαν με στάχυα σίκαλης. Το χειμώνα χρησιμοποιούσαν για να καλύπτουν το κεφάλι τους πλεκτούς μάλλινους σκούφους (μαύρου χρώματος) και σάπκες, δηλαδή καπέλα από μαύρο σκουτί σα δίκοχα. Τις σάπκες και τους σκούφους, τους τύλιγαν γύρω γύρω σφιχτά με ένα μακρόστενο μαύρο ύφασμα σαν τουλπάνι. Για τις εργασίες τους στα χωράφια και όταν έκανε πολύ κρύο, οι Ρουμλουκιώτες κάλυπταν σχεδόν όλο το πρόσωπο τους (μπουρμπουλιάζονταν) με μαύρο μαντήλι οι ηλικιωμένοι και με κίτρινο οι νεότεροι, το αποκαλούμενο καμπανί. Μετά το 1908, οι Νεότουρκοι υποχρέωσαν τους Ρουμλουκιώτες να φορούν κόκκινο φέσι. Τελικά, μετά την απελευθέρωση του 1912, οι Ρουμλουκιώτες καθιέρωσαν ως επίσημο καπέλο της αντρικής φορεσιάς τους το κασκέτο ή τραγιάσκα[4].

Δεν ήταν όμως πάντοτε η επίσημη αντρική στολή του Ρουμλουκιού η μπουλπότσα και ο ντουλαμάς. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, το επίσημο ένδυμα των αντρών του Ρουμλουκιού ήταν η φουστανέλα, η τσολιαδίστικη φορεσιά, όπως την αποκαλούσαν. Η στολή αυτή αποτελούνταν από τη μάλλινη φανέλα, τη κοντή (άσπρου χρώματος) και με πολλές δίπλες (λαγκόλια) φουστανελά, την άσπρη πουκαμίσα με φαρδιά μανίκια, φαρδιά άσπρα βρακιά από καμπότο, μεγάλο και φαρδύ ζωνάρι, σταυρωτό γιλέκο ή ντουλαμά (χωρίς μανίκια και τα δυο), σκουφούνια, γουρουνοτσάρουχα, σκούφο ή σάπκα ή φέσι (χωρίς φούντα) για το κεφάλι[1]. Οι τσολιαδίστικες στολές με τον καιρό εγκαταλείφθηκαν από τους Ρουμλουκιώτες. Δεν πετάχτηκαν όλες, όμως, από τα σεντούκια των Ρουμλουκιωτών, αφού συνέχιζαν να φοριούνται σε ειδικές περιπτώσεις. Εξακολούθησαν να τη φορούν σε αρκετούς γάμους, ο γαμπρός, ο κουμπάρος και τα μπρατίμια. Επίσης, στο έθιμο των Ρουγκάτσιων, που

ανέλυσα παραπάνω, οι Ρουμλουκιώτες ντύνονταν φουστανελοφόροι. Τέλος, οι Ρουμλουκιώτες που διαβιούσαν σε καθεστώς παρανομίας έναντι των Τούρκων φορούσαν φουστανέλα, μόνο που ήταν μαύρου χρώματος όπως και το πουκάμισο, τα βρακιά και το μαντήλι, που έδεναν στο κεφάλι[1].

συνεχίζεται...Πηγή: Διαδίκτυο



 


 


 


 


 


 


 



 



 



 


 


 

  


 


 

  


 



 


 

 


 

 



 

[1] Βλ. Γ. Θ. Ντελιόπουλος, ό.π., σ. 19.