Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΠΟΝΤΙΔΑΣ
Η φορεσιά φορέθηκε εως το 1922 με πολλές παραλλαγές(διαφοροποίηση απο χωριό σε χωριό).Οι γυναίκες πάνω απο τα εσώρουχα φορούσαν το υφαντό πουκάμισο με χρωματιστές ρίγες στις ραφές.Το πουκάμισο ήταν στολισμένο με χρωματιστές μπιμπίλες* που έπλεκαν οι κοπελιές.
Χαρακτηριστικό κομμάτι της φορεσιάς,η βράκα,κατασκευαζόταν απο μεταξωτό ύφασμα που ερχόταν απο την Πόλη ή την Προύσα και ήταν διπλοραμμένη με βαμβακερό ύφασμα για να στέκεται.Απο πάνω φορούσαν άλλοτε τον ''λιμπαντέ'',ανατολίτικο σταυρωτό ζακετάκι,άλλοτε το ''τσιπάκι'' που ήταν επηρεασμένο απο την δυτική μόδα.
Οι ηλικιωμένες Γιαλί-τσιφλικιώτισσες,που είχαν εγκατασταθεί στο Παλαιοχώρι Καβάλας,αρνούνταν μέχρι το τέλος της ζωής τους να βγάλουν την παραδοσιάκη τους ''βράκα''(συνήθως ήταν μαύρη,πάντα πλυμένη και σιδερωμένη),θεωρώντας την κομμάτι του ευατού τους και της πολιτισμικής κληρονομιάς που έφεραν απο την Μικρά Ασία.
*μπιμπίλα=δαντέλα
Η Ελληνική ενδυμασία στην Πισιδία και την Παμφυλία Η μελέτη της παραδοσιακής φορεσιάς κάθε τόπου είναι πολύ σημαντική, γιατί μπορεί να μας δώσει πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες, όχι μόνο για την ιστορία του ενδύματος, αλλά και για τις ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν ή επικρατούν σε μία περιοχή.
Είναι λογικό, λοιπόν, σε μια κοινωνία, όπως αυτή των πόλεων της Πισιδίας και της γειτονικής Παμφυλίας, με σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση και εμπορικές επαφές με τα μεγάλα αστικά κέντρα της Εγγύς Ανατολής και της Ευρώπης, η ενδυμασία των ελληνικών πληθυσμών να αντικατοπτρίζει την οικονομική τους επιφάνεια, την κοινωνική τους ισχύ, αλλά και τη νοοτροπία τους.
Παρά τις περιορισμένες πληροφορίες που μας σώζονται, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι οι φορεσιές των ανδρών στις συγκεκριμένες περιοχές παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους, ενώ είναι μεγαλύτερες οι διαφορές σε εκείνες των γυναικών που ζούσαν πιο περιορισμένες και διατήρησαν το δικό τους ξεχωριστό χαρακτήρα και την ιδιαίτερη ποικιλία τους.
Α. Η ανδρική φορεσιά στην Αλάια της Παμφυλίας και τη Σπάρτη της Πισιδίας Στην παλαιότερη εκδοχή της η ανδρική φορεσιά της Αλάιας (ελληνικό Κορακήσιον) της Παμφυλίας και της Σπάρτης της Πισιδίας φαίνεται ότι έμοιαζε με την αντίστοιχη τουρκική, με ορισμένες διαφοροποιήσεις. Βασικό κομμάτι της ήταν το παντελόνι, ελιφέ για τους Αλαγιώτες και ντιμιτόν για τους Σπαρταλήδες, το οποίο ήταν κάτι αντίστοιχο με το τουρκικό σαλβάρ, κατασκευασμένο από χοντρό, σκούρο ύφασμα, με σούρες ψηλά στη μέση και στενό από το γόνατο και κάτω. Στη μέση τοποθετούσαν το ζωνάρι, αποτελούμενο από χοντρό ή μάλλινο ύφασμα για τις καθημερινές και από μετάξι για τις καλές μέρες, το οποίο βοηθούσε στην καλύτερη στάση του σώματος. Άλλο απαραίτητο στοιχείο της φορεσιάς ήταν το πουκάμισο, με ρίγες ή λευκό. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι στη Σπάρτη τα μέλη της ανώτερης και της μεσαίας τάξης φορούσαν πουκάμισο με σκληρό κολάρο, ενώ εκείνα της κατώτερης δεν είχαν καθόλου. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το γιλέκο, το οποίο έβγαζαν το καλοκαίρι σε περιόδους μεγάλης ζέστης. Τα καλής ποιότητας γιλέκα ήταν κατασκευασμένα από εγγλέζικη τσόχα ή κασμίρι που ερχόταν από την Κύπρο, ενώ τα μέλη της ανώτερης τάξης τοποθετούσαν στην τσέπη του γιλέκου τους μία χρυσή αλυσίδα που κατέληγε σε ρολόι. Ένα ακόμα βασικό κομμάτι της τοπικής ενδυμασίας ήταν το σακάκι, το οποίο δεν έβγαζαν ούτε κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, εφαρμοστό και από το ίδιο ύφασμα με εκείνο του γιλέκου. To χειμώνα φορούσαν από πάνω και μακρύ πανωφόρι από χοντρό μαύρο ύφασμα, το γιακά του οποίου συνήθιζαν στη Σπάρτη να επενδύουν με γούνα αστρακάν ή εναλλακτικά με μαύρο ή καφέ βελούδο. Στο κεφάλι φορούσαν απαραιτήτως φέσι και είχαν μουστάκι, επηρεασμένοι από τα τουρκικά πρότυπα. Τέλος, στα πόδια φορούσαν τα γεμενιά, παπούτσια από δέρμα, γυριστά στην άκρη. Η ενδυμασία αυτή αντικαταστάθηκε από την ευρωπαϊκή ενδυμασία, αρχικά στη Σπάρτη, λόγω της συχνής επικοινωνίας με τα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αττάλεια, η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη και μετά το κίνημα των Νεοτούρκων στην Αλάια. Έτσι, στους νεότερους επικράτησαν τα κουστούμια από χοντρό τσόχινο ύφασμα που έφερναν από την Αγγλία ή τη Γαλλία, ενώ οι ανώτερες τάξεις διέθεταν και καλοκαιρινά κουστούμια από λεπτότερα και ανοιχτόχρωμα υφάσματα. Επίσης, το παραδοσιακό φέσι αντικαταστάθηκε από το φράγκικο καπέλο και ορισμένες φορές από το ψάθινο παγιασόν, ενώ τα γεμενιά, από ευρωπαϊκού τύπου δερμάτινα μποτίνια, τα οποία οι Αλαγιώτες ονόμαζαν πιο συγκεκριμένα ποστάλια. Πάνω από τα μποτίνια, η ανώτερη και η μεσαία τάξη συνήθιζαν να βάζουν και ανοιχτόχρωμες γκέτες. Τέλος, τα μέλη της ανώτερης τάξης, έφεραν μαζί τους, κατά μίμηση των δυτικών προτύπων, μικρό μαύρο μπαστούνι με ασημένια σκαλιστή λαβή. Βέβαια, οι γηραιότεροι διατήρησαν τον τύπο του σαλβαριού, το οποίο φορούσαν και οι νεώτεροι κατά τις αγροτικές εργασίες.
Β. Η γυναικεία ενδυμασία της Αλάιας της Παμφυλίας Η γυναικεία ενδυμασία της Αλάιας μπορεί να διακριθεί αρχικά σε καθημερινή και καλή. Στην καθημερινότητά τους, λοιπόν, οι Αλαγιώτισσες φορούσαν μπλούζα ή πουκάμισο από μετάξι ή αλατζά, ανάλογα με την κοινωνική και οικονομική τους επιφάνεια, και σαλβάρι φαρδύ με μπατζάκια που έκλειναν στους αστραγάλους, συνήθως με λάστιχο, το οποίο ονόμαζαν πατσά. Πάνω από το πατσά φορούσαν και φουστάνι, το οποίο έφτανε κάτω από το γόνατο. Η καλή φορεσιά ακολουθούσε την ίδια μορφή, απλώς ήταν κατασκευασμένη από πολύ καλά υφάσματα και συμπληρωνόταν από γιλέκο σκούρου υφάσματος, κεντημένο με μεταξωτή κλωστή. Επιπλέον, τους κρύους μήνες, όταν έβγαιναν από το σπίτι φορούσαν το σακκό, ένα σακάκι σε μήκος τριών τετάρτων, κατά κανόνα μαύρο και από χοντρό, βαρύ ύφασμα. Οι γυναίκες της Αλάιας συνήθιζαν να πλέκουν τα μαλλιά τους σε δύο πλεξούδες και σπανιότερα έφτιαχναν περίτεχνους κότσους. Ακόμα, στην καθημερινότητά τους συνήθιζαν να καλύπτουν το κεφάλι τους με μαντίλι, ενώ στις καλές περιστάσεις φορούσαν ένα μικρό καπέλο, σαν φέσι, το οποίο ήταν ολοκέντητο. Στα πόδια τους φορούσαν και πάλι τα γεμενιά, περίπου σαν εκείνα των ανδρών. Τη λιτή, όπως φαίνεται, ενδυμασία των γυναικών, συμπλήρωναν και στόλιζαν τα κοσμήματα, τα οποία ήταν κατασκευασμένα από χρυσό και σε ένα μεγάλο αριθμό έρχονταν από τη Σμύρνη ή την Κωνσταντινούπολη. Φορούσαν, λοιπόν, βραχιόλια, δαχτυλίδια με πολύτιμες πέτρες και αλυσίδες με σταυρούς –τις τελευταίες μέσα από τα ρούχα τους όταν έβγαιναν στο δρόμο, για να μην προκαλούν του Τούρκους. Στις επίσημες εμφανίσεις τους κρεμούσαν στο λαιμό τους και αρμαθιές με φλουριά, εφόσον είχαν.
Μάλιστα, οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που διέθεταν αρκετές σειρές από φλουριά, περνούσαν μερικά και γύρω από το πρόσωπο και το σαγόνι τους. Τα τελευταία χρόνια πριν τη μικρασιατική καταστροφή, η τοπική γυναικεία μόδα φαίνεται ότι δέχθηκε ισχυρές επιρροές από το μεγάλο αστικό κέντρο της Αττάλειας. Έτσι, το παραδοσιακό σακκό αντικαταστάθηκε με φουστάνια μακριά ως τον αστράγαλο, ενώ τα γεμενιά, ειδικά στις καλές περιστάσεις έδωσαν τη θέση τους στα ευρωπαϊκού τύπου παπούτσια με χαμηλό όμως τακούνι.
Γ. Η γυναικεία φορεσιά στη Σπάρτη της Πισιδίας Η ευρεία ενασχόληση των Σπαρταλήδων με το εμπόριο, αλλά και η σχετικά αυστηρή και διακριτή κοινωνική διαστρωμάτωση και κοινωνική ζωή, είχαν διπλό και ίσως λίγο αντιφατικό αποτέλεσμα που αντικατοπτρίζεται στη φορεσιά των γυναικών τους. Έτσι, ενώ η τοπική μόδα είναι αρκετά αυστηρή και δυσκίνητη, εντούτοις, βρίσκει τον τρόπο να ενσωματώσει στοιχεία από επιρροές των μεγάλων αστικών κέντρων της Ανατολής, όπως η Σμύρνη και η Κωνσταντινούπολη, αλλά και της Δύσης, όπως το Παρίσι. Χαρακτηριστικό κομμάτι της ενδυμασίας τους ήταν, λοιπόν, τα μακριά φορέματα, ως τον αστράγαλο, μεσάτα και κλειστά στο λαιμό, κατασκευασμένα από καλά υφάσματα, που εισάγονταν στα τοπικά εμπορικά από τη Βηρυττό, τη Δαμασκό και την Κύπρο και τα οποία ράβονταν αποκλειστικά από χριστιανές μοδίστρες. Μέσα στα σπίτια, όμως, φαίνεται ότι προτιμούσαν να φορούν φαρδιά σαλβάρια, καθώς τις διευκόλυναν στις οικιακές εργασίες τους. Αυτή την αστικού τύπου λιτή ενδυμασία δεν μπορούσαν, παρά να συμπληρώνουν χρυσά κοσμήματα, όπως σμυρνέικα και πολίτικα βραχιόλια, παντατίφ και σκουλαρίκια με πολύτιμες πέτρες, σταυροί αλυσίδες και αρμαθιές με πεντόλιρα και φλουριά. Την ημέρα του γάμου, η νύφη φορούσε μακρύ και λευκό, ολοκέντητο φόρεμα και όλα της τα κοσμήματα. Μάλιστα, λέγεται ότι οι πλουσιότερες νύφες είχαν τόσα πολλά, ώστε να φορούσαν και οι παράνυμφες, προκειμένου να μεταφερθούν όλα στην εκκλησία. Το νυφικό συμπληρωνόταν με το πέπλο, το οποίο φορούσε στην νύφη ο πατέρας της, λέγοντας «Γκιζ’μ, μπεν ντουβαριν’ορτούμ.», δηλαδή «Κόρη μου, εγώ σου κάλυψα τον τοίχο», εννοώντας ότι από εδώ και πέρα τελειώνει η δική του ευθύνη για την προστασία της και μετατίθεται στο γαμπρό. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι γυναίκες στη Σπάρτη έδειχναν μεγάλη φροντίδα για την περιποιημένη εμφάνιση των παιδιών τους. Αυτό αποτελεί δείγμα μιας προηγμένης κοινωνίας με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο. Άλλωστε, η Σπάρτη της Πισιδίας διέθετε ονομαστά εκπαιδευτήρια και αξιοσημείωτη εκπαιδευτική δραστηριότητα, αποδεικνύοντας το ενδιαφέρον που υπήρχε για τα παιδιά και τους νέους. Τα αγόρια φορούσαν πουκάμισο, κοντό παντελόνι, σακάκι, είχαν ξυρισμένο το κεφάλι τους και έφεραν υποχρεωτικά το σχολικό πηλίκιο με την κουκουβάγια. Τα κορίτσια φορούσα, με τη σειρά τους, τη σχολική ποδιά και κλειστά παπούτσια, ενώ είχαν τα μαλλιά τους επιμελώς πλεγμένα.
Δ. Η νυφική ενδυμασία της Αττάλειας Παρά τις περιορισμένες πληροφορίες που υπάρχουν για τις ενδυματολογικές συνήθειες στο μεγάλο αστικό κέντρο της Αττάλειας, στο οποίο φαίνεται ότι επικράτησαν αρκετά νωρίς τα δυτικά πρότυπα, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η νυφική ενδυμασία, για την οποία μας έχουν σωθεί στοιχεία με αρκετές λεπτομέρειες. Βασικό κομμάτι ήταν το φόρεμα, το ετέκ μπελντέ, μεταξωτό, κεντημένο με λουλούδια, το οποίο είχε την ιδιαιτερότητα να αποτελείται από τρία φύλλα, δύο εμπρός και ένα πίσω. Οι άκρες των φύλλων αυτών ανασηκώνονταν στη μέση, χαρίζοντας όγκο σε αυτή που το φορούσε. Το φόρεμα έσφιγγε στη μέση με μια χρυσή ζώνη, το άλτιν-κουσάκ και από πάνω τοποθετούνταν το γιλέκο, μιντάν, από μετάξι ή βελούδο, με χρυσή δαντέλα. Αρκετά περίτεχνος φαίνεται ότι ήταν ο κεφαλόδεσμος που αποτελούνταν από ένα φέσι με χρυσή φούντα που στερεωνόταν στην κορυφή από τον χρυσό τεπέ (μικρό, χρυσό, κυκλικό δίσκο). Γύρω από το φέσι έδεναν ένα μεταξωτό μαντίλι, το ποτσού και το στερέωναν με μια καρφίτσα με ελαστικά άκρα που τρεμούλιαζε και είχε τρία μπουκέτα με διαμάντια, η οποία ονομαζόταν τιτιρέν. Η υπόδηση της νύφης αποτελούνταν από μεταξωτές γόβες. Μεγάλη σημασία φαίνεται ότι έδιναν οι Ατταλειάτες στο στόλισμα της νύφης, με ένα πλήθος κοσμημάτων, τα ονόματα και η περιγραφή των οποίων ευτυχώς μας σώζεται. Στα αυτιά φορούσε τα αλτίν κιουπιέ, χρυσά σκουλαρίκια με διαμάντια ή μαργαριτάρια. Το λαιμό της μελλόνυμφης στόλιζαν τα μπουγιουρούκ, περιδέραια με λεπτούς χρυσούς κρίκους και χρυσά νομίσματα, το ακάρ σου, χρυσή αλυσίδα με σταυρό και ο ελιμάς σταυρός, διακοσμημένος με διαμάντια. Στο στήθος στερεωνόταν το κορντόν, ένα μακρύ, χρυσό κορδόνι που κατέληγε σε χρυσό ρολόι, τα κιουλτζέ, μαργαριτάρια του στήθους, το αζούν τιζί, φαρδιά κορδέλα με φλουριά, το κησά τιζί, μικρότερη κορδέλα με μικρότερα νομίσματα και το τεσσεμέ, κόσμημα με πλεγμένα φλουριά και μαργαριτάρια. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι οι νύφες χαμηλότερης οικονομικής τάξης, αντί για κιουλτζέ φορούσαν το μιρμίρ, μια απομίμησή του. Τα χέρια στόλιζαν το πουρμά, στριφτό, λεπτό βραχιόλι και ο χεντές, φαρδύτερο βραχιόλι, αλλά και ποικίλα δαχτυλίδια, καθώς έπρεπε να φοριούνται στα τέσσερα δάκτυλα και των δύο χεριών. Επιστέγασμα της νυφιάτικης φορεσιάς δεν θα μπορούσε παρά να είναι το πέπλο, το πουλλού, διακοσμημένο με πούλια. Το πέπλο το φορούσε στη νύφη ο πατέρας της και δεν το έβγαζε, ούτε κατά τη διάρκεια του γλεντιού, σε ένδειξη σεμνότητας, αλλά και για να παραμείνει μακριά από τα βλέμματα των Τούρκων. Η παρούσα μελέτη δεν αποτελεί προϊόν πρωτογενούς έρευνας και στηρίζεται σε ήδη υπάρχουσα βιβλιογραφία και πηγές που αναφέρονται στο τέλος του κειμένου. Αθανασία Σταυροπούλου, Ιστορικός-Χοροδιδάσκαλος, Απόφοιτος ΕΚΠΑ
Πλούσια περιοχή της Μ. Ασίας. Χαρακτηριστική η μεγαλόπρεπη γυναικεία φορεσιά. Φτιαχμένη από ακριβά υφάσματα της ανατολής και με γούνινη επένδυση. Την Κεφαλή κοσμούν περίτεχνα κοσμηματα.