08 Feb
08Feb

Οι χοροί της Μικράς Ασίας κατατάσσονται κυρίως σε δύο μεγάλες κατηγορίες ,οι οποίες δηλώνουν και τον τρόπο που αυτοί χορεύονται : στους συρτούς- μπάλους και στους καρσιλαμάδες .Έχουμε ακόμα τον ζεΪμπέκικο και το τσιφτετέλι

Οι συρτοί-μπάλοι στην αρχή χορεύονται με τους χορευτές πιασμένους κυκλικά και στην συνέχεια σε ζευγάρια ελεύθερα στο χώρο ,φτιάχνοντας διάφορες φιγούρες. Οι καρσιλαμάδες χορεύονται από μικτά συνήθως ζευγάρια, ο ένας απέναντι από τον άλλον. Το ζεμπέκικο χορεύεται μόνο από άντρες , ενώ το τσιφτετέλι μόνο από γυναίκες . 

Όλοι οι μικρασιάτικοι χοροί συγγενεύουν με αυτούς των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, μιας και η θάλασσα δεν αποτελούσε σύνορο-χώρισμα , αλλά δρόμο-μέσο επικοινωνίας 

1) Συρτός- μπάλος Ο συρτός είναι ένας παραδοσιακός ελληνικός χορός που η προέλευσή του τον ανάγει στην αρχαία Ελλάδα . Το όνομα του χορού προέρχεται από την αρχαιοελληνική λέξη «σύρω» (τον χορό) . Στην αρχή όλοι οι χορευτές είναι πιασμένοι σε κύκλο και χορεύουν με απλά βήματα άλλοτε μπροστά όλα ή άλλοτε κάποια πίσω και αυτό δηλώνει την έννοια του συρτού. Είναι από τους πιο συνηθισμένους χορούς και πιο εύκολους. Στην συνέχεια σε ορισμένα τραγούδια οι χορευτές χωρίζονται σε ζευγάρια και χορεύουν πάλι στον ίδιο βηματισμό αλλά αντικριστά για να δηλώσουν την έννοια του μπάλου. Ο Συρτός χορεύεται σήμερα σε όλη την Ελλάδα και είναι διαδεδομένος σε πολλές χώρες. 

2)Καρσιλαμάς Ο Καρσιλαμάς ή Γαρτσιλαμάς ανήκει στους αντικρυστούς χορούς. Αντικρυστά εννοούμε πως οι χορευτές χορεύουν ο ένας απέναντι από τον άλλο.Αλλιώς ο καρσιλαμάς ονομάζεται: Αντικρυστος , Καρσιλαμάς και Καρτσιλαμάς. Στα αστικά κέντρα συνοδεύεται με ρεμπέτικη μουσική. Η λέξη έχει την ετυμολογία της στην τουρκική λέξη Karşilama. 

3)Ζεϊμπέκικο Ο ζεϊμπέκικος ως παλιός χορός είναι αυστηρά ανδρικός γι” αυτό και ορισμένες φορές αποκαλείται, εξαιτίας των χορευτικών του κινήσεων από άνδρες, ως «χορός του αετού». Είναι χορός που δεν έχει βήματα αλλά μόνο φιγούρες και μία συγκεκριμένη κυκλική κίνηση. ο « ζεΪμπέκικος είναι χορός σύνθετος που συνδυάζει στοιχεία και από άλλους χορούς: τον τσάμικο και ιδίως τον καλαματιανό , που φαίνεται να έχει και τον ίδιο ρυθμό

 4)Τσιφτετέλι Το τσιφτετέλι ή αλλιώς ο χορός της κοιλιάς είναι αντικρυστός αυτοσχεδιαζόμενος, γυναικείος χορός ,διαδεδομένος τόσο στην Ελλάδα και τα Βαλκάνια, όσο και στην Ανατολή. Οι μελετητές αναφέρουν ως πιθανότερο τόπο προέλευσής του την αρχαία Ελλάδα . Άλλοι προσπαθούν να τεκμηριώσουν την καταγωγή του στην Κεντρική Ασία. H ετυμολογία του πιθανότατα προέρχεται από το ότι παιζόταν κάποτε σε διπλή (τσιφτέ) χορδή (τέλι). Δηλαδή, οι παλιοί Έλληνες Μικρασιάτες και γενικά Ανατολίτες μουσικοί, τοποθετούσαν τις 2 ψηλότερες χορδές του βιολιού κοντά-κοντά και τις χόρδιζαν στην ίδια νότα με διαφορά οκτάβας ώστε η μελωδία να παίζεται με οκτάβες και να ηχεί ενισχυμένη .Η Βυζαντινή μουσική στην κλίμακα του χορού, είναι φανερή. Τον χορεύουν ζευγάρια. Στους ρεμπέτικους χορούς, μόνο στο «τσιφτετέλι» χαμογελούν περισσότερο. Όταν χορεύεται από γυναίκα «σόλο», αυτό γίνεται πάνω σε τραπέζι γεμάτο πιάτα ενώ η παρέα συνοδεύει με ρυθμικά παλαμάκια. 

Η μουσική και τα τραγούδια της ελληνικής Ανατολής δημιουργούν ένα πολύ γοητευτικό σύνολο που παραμένει μέχρι σήμερα ζωντανό κι ελκυστικό για πάρα πολλούς Έλληνες, πρόσφυγες και γηγενείς. Με την ιδιότυπη γλώσσα και τον υψηλό ποιητικό λόγο, με την ιδιορρυθμία και τη μελωδικότητα των ήχων και των οργάνων, με τη γνησιότητα, τη σπάνια ομορφιά και τη μαγική της δύναμη, με το πηγαίο ύφος και την εξαιρετική ποιότητά της, πάντοτε μας συγκινεί και μας συναρπάζει. Γιατί η ιωνική μουσική είναι τέχνη μεγάλη και σπουδαία, με ύφος μοναδικό κι απαράμιλλο ήθος και αποτελεί έναν από τους μυστικούς ομφάλιους λώρους που μας δένουν άρρηκτα με τις ιστορικές ελληνικές πατρίδες της Μικρασίας. Στη Σμύρνη κάθε ράγκο είχε τη μουσική του. Οι αριστοκράτες διασκέδαζαν με πιάνα, τραγουδώντας οπερέτες, λυρικά ευρωπαϊκά άσματα, άριες από όπερες και ερωτικά τραγούδια της μόδας. Η μεσαία τάξη αρέσκονταν σε τραγουδάκια του συρμού, σε αστικά δημοτικοφανή (όπως η Κορδελιώτισσα ή η Μπουρνοβαλιά), σε ξένα σουξέ, σε τραγούδια καθαυτό σμυρναίικα ή παλιολλαδίτικα εισηγμένα, κυρίως πατριωτικά, κλέφτικα κλπ., και σε μελωδίες διαφόρων προελεύσεων. 

Το μπάσσο ράγκο – η κατώτερη τάξη – προτιμούσε τα γνήσια δημοτικά, τις τούρκικες, εβραίικες ή αρμένικες λαϊκές επιτυχίες, ακόμη και τα ρεμπέτικα ή τα τραγούδια των καταγωγίων. Σπουδαίο ρόλο στα μουσικά πράγματα της Ιωνίας έπαιξαν μετά το 1900 και οι εστουδιαντίνες της Σμύρνης, που καλλιέργησαν συστηματικά τη μουσική και το λαϊκό τραγούδι και ηχογράφησαν πολλούς δίσκους φωνογράφου. 

Κομπανίες με μουσικούς και τραγουδιστές κυρίως Έλληνες, αλλά κι Αρμένηδες, Εβραίους και Τούρκους, έπαιζαν για το κοινό σε διάφορα κέντρα διασκέδασης, όπου σύχναζαν οι κάτοικοι, αναλοής με το ράγκο ντως – την κοινωνική τους τάξη. Τους συνόδευαν συχνά Ρωμιές, Τουρκοπούλες, Οβριές, Λεβαντίνες, Ταλιάνες και Φραντσέζες, Γύφτισσες, Βλάχες κι Ουγγαρέζες που χόρευαν και τραγουδούσαν μπροστά σε ένα κοινό προερχόμενο απ’ ούλα τα μιλέτια τσ’ Ανατολής και τση Δύσης. Σε μπιραρίες, ξενοδοχεία και ταβέρνες, σε καφέ αμάν και καφέ σαντάν, σε θέατρα και λέσχες ακούγονταν κάθε λογής τραγούδια. Βιολιά, σαντούρια, ούτια και κανονάκια, σάζια, λαβούτα, ζίλια και κόψες, τουμπελέκια, κλαρίνα, ταμπουράδες και μπουζούκια, κορνέτες, καραμούζες, λατέρνες, κιθάρες και μαντολίνα, ακόμα και νταβάδες, κρασοπότηρα ή κουτάλια δημιουργούσαν μια μουσική πανδαισία ανεπανάληπτη και μοναδική. Αλάκερη η Σμύρνη ητραγούδαε κ’ ηχόρευγε και ματζί τσης ητραγούδαε κι ούλη η Ρωμιοσύνη τσ’ Ανατολής, κοντά με τσι Τούρκοι και με τσι Οβραίοι, με τσι Λεβαντίνοι, τσ’ Αρμεναίοι και μ’ ούλο το ντουνιά!  Κι απάνου στα μεράκια ντως και στα ντουτζένια ντως, τσ’ ακριβές ώρες, οι μαχαλάδες αντιβουίζανε αφ’ το σμυρναίικο μινόρε, το πιο λιγωτικό, παθιάρικο και μελωδικό τραγούδι τση Σμύρνης! Όγοιος μ’ ακούει που τραγουδώ, θαρρεί δεν έχω πόνο, μα ‘γώ με το τραγούδι μου τον πόνο μου μερώνω.  

Στα παναΰρια και στσι γάμοι ηγενούτανε το σώσε. Ονομαστοί μουσικοί κάθε τόπου ή κομπανίες καλεσμένες από τη Σμύρνη κι άλλες πόλεις παίζανε για μέρες κι ο κόσμος διασκέδαζε, χόρευε και τραγουδούσε με την ψυχή του. Αντιλαλούσε ο τόπος από τις εκπληκτικές μελωδίες του αφτάλικου, του συρτού και του μπάλλου, από τα τζιβαέρια, τα μινοράκια και τα μανεδάκια. 

Ξακουστά ήταν τα θρησκευτικά πανηγύρια της Παναγιάς στο Μπουρνόβα, τα Βουρλά, το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, τα Μούγλα και τη Νέα Φώκαια, της Αγ. Αναστασίας στο Χορόσκιοϊ τση Μανησάς, του Άη-Γιώργη στο Γκιούλμπαξε, στην Πέργαμο και το Αϊβαλί, της Αγιά-Παρασκευής στη Μαινεμένη, του Άη-Γιάννη στο Σεβντίκιοϊ, στο Μπουτζά, στο Γέροντα, στον Κιρκιντζέ και στο Μελί κι άλλα πολλά, όπου συνέρρεαν χιλιάδες προσκυνητές και πανηγυριώτες απ’ όλη την περιφέρεια. 

Και στην προσφυγιά επέζησε το τραγούδι της Μικρασίας. Οι παράγκες κι οι συνοικισμοί πλημμύριζαν κάθε βράδυ με τα προσφυγίτικα τραγούδια, με τα οποία οι Μικρασιάτες έσβηναν τον καημό τους κι απάλυναν τον πόνο τους για τη χαμένη Πατρίδα.  Τραγούδησε, καρδούλα μου, ως τραγουδούσες πρώτα… Τραγούδησε με μεράκι κι ερωτισμό, με σεβντά κι ασικλίκι, με ηδυπάθεια και σεκλέτι, με νταλκά, με πόνο και παραπονιάρικη φωνή, με ντέρτι και τρυφερότητα, με καημό, νωχέλεια και κέφι, με την ιαστί αρμονία, με τους βυζαντινούς μουσικούς δρόμους και με τα αραβοπερσικά μακάμια, έτσι όπως ταιριάζει κι όπως αρέσει στη Ρωμιοσύνη όπου γης. Tα τραγούδια και οι σκοποί που επιζούν σήμερα σε μεγάλο μέρος της λαϊκής μουσικής μας, είναι γνωστό ότι αποτελούν μια κληρονομιά που έρχεται από τα βάθη των αιώνων και από μια περιοχή που βρίσκεται τόσο κοντά όσο και μακριά μας: τη Μικρά Ασία. Σύμφωνα με τους θεωρητικούς της μουσικής της Αρχαίας Ελλάδας και της Εγγύς και Μέσης Ανατολής, η χρήση των μουσικών τρόπων δεν αφορούν μόνον την κλίμακα, το ματζόρε και το μινόρε. Οι κανόνες στην ιεραρχία των βαθμίδων και τον τρόπο ανάπτυξης της μελωδίας, αποτελούν τα στοιχεία που προσδίδουν ιδιαιτερότητα σε κάθε μουσικό άκουσμα. 

Στην Ιωνία υπήρχαν πολλά μουσικά όργανα. Το λαούτο (αραβικά al’ud), είναι έγχορδο με μακρύ χέρι. Αν και η ιστορία των οργάνων της οικογένειας του λαούτου ξεκινάει από την 3η χιλιετία π.Χ. στη Μεσοποταμία, ο πρόδρομός του εμφανίζεται στην Αίγυπτο το 1300 π.Χ. Το ούτι μοιάζει πολύ με το λαούτο, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στις αραβικές χώρες και έχει μικρότερο χέρι. Η λύρα παίζεται με τόξο και έχει μεγάλη συγγένεια με το περσικό καμαντσέ και το αραβικό ρεμπάμπ. Το κανονάκι, το νυκτό χορδόφωνο και το σαντούρι είναι επιτραπέζια όργανα. Στη Σμύρνη υπήρχαν χοροί που χορεύονταν σε όλη την Ελλάδα: καλαματιανός, συρτός, αλλά και πολλοί χοροί «τοπικοί», όπως ο καρσιλαμάς, αντικριστός χορός (στα τουρκικά carsi=αντίκρυ, απέναντι), ο ζε?μπέκικος που προέρχεται από τους ζε?μπέκηδες, το τσιφτετέλι (στα τουρκικά ciftetelli = με διπλή χορδή), ο χασάπικος, ο χορός των χασάπηδων της Πόλης και άλλοι. Στην Αθήνα και τον Πειραιά ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα τα μουσικά συγκροτήματα από τη Σμύρνη εμφανίζονταν με Αρμένηδες, Τούρκους ακόμη και Εβραίους μουσικούς παντρεύοντας στοιχεία από τη μουσική τους στις δικές τους συνθέσεις. 

Η μικρασιατική μουσική, και ιδίως η σμυρναίικη, είχε γίνει γνωστή και πολύ αγαπητή στην Ελλάδα από τα καφέ-αμάν και τις παραστάσεις του επίσης δημοφιλούς Καραγκιόζη. Μάλιστα, το 1889 στο κέντρο «Το περιβολάκι του Γερανίου» εμφανιζόταν ένα μουσικό συγκρότημα από τη Σμύρνη με τον βιολιστή Γιοβανίκα και την τραγουδίστρια κιορ-Κατίνα. 

Στη Σμύρνη από τα μέσα του 19ου αιώνα τραγουδιόνταν καντάδες στις οποίες κυριαρχούσαν δυτικά στοιχεία, τα «ρεμπέτικα», δηλαδή τραγούδια σε μοτίβα παραδοσιακά, οι αμανέδες, (τα τουρκικά γκαζέλ) μακρόσυρτα τραγούδια βασισμένα σε βυζαντινές και οθωμανικές κλίμακες και αρκετά τούρκικα τραγούδια, όπως το «Μέμο» που ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στα καφέ-αμάν της Αθήνας λίγο πριν από την έλευση του 20ού αιώνα. Ο ερχομός των προσφύγων του ‘22 διαμόρφωσε το είδος της μουσικής και κατά συνέπεια τα τραγούδια που ακούγονταν και τραγουδιόνταν στην Αθήνα. Την περίοδο που ανθούσε το «μεσοπολεμικό και πρώτο μεταπολεμικό λαϊκό-ρεμπέτικο» υπήρχαν 70 εκλεκτοί μουσικοί από τους οποίους οι 30 ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες, κυρίως από τη Σμύρνη και τα περίχωρά της. Ο Θεόδωρος Χατζηπαναγής στο βιβλίο του «Της Ασιάτιδος Μούσης Ερασταί» γράφει ότι η πορεία της ελληνικής μουσικής σημαδεύτηκε από την παρουσία των προσφύγων: «Εφεραν από τα μικρασιατικά ακρογιάλια τους χανεντέδες της Σμύρνης, για να διασταυρώσουν την τέχνη τους με τον ταμπουρά του Μίμαρου και να κάνουν δυνατό να ξεπεταχτεί, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, ένα νέο θαλερό βλαστάρι της ανατολίτικης παράδοσης του ελληνικού λαού, το ρεμπέτικο τραγούδι». 

Κείμενα: Βερονίκη Δαλακούρα

Σχόλια
* Το e-mail δεν θα δημοσιευθεί στην ιστοσελίδα.